- πηγεμός
- ο, Νβλ. πηγαιμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηγεμός — ο μετάβαση: Πηγεμό κι ερχομό πληρώσαμε πενήντα ευρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάγεμα — το [παγαίνω] ο πηγεμός, η μετάβαση σε έναν τόπο … Dictionary of Greek
πάει — το (ποιητ. τ.) ο πηγεμός («στο πάει και στο έλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τύπος τού γ προσ. τού ρ. πάω αντί τής προστ. πήγαινε για μετρ. λόγους (πρβλ. το πηγαινέλα < πήγαινε + έλα)] … Dictionary of Greek
παγεμός — ο βλ. πηγεμός … Dictionary of Greek
πηγαιμός — και πηγεμός και παγεμός και παημός και παεμός, ο, Ν [πηγαίνω / παγαίνω] το να πηγαίνει κανείς κάπου, η μετάβαση … Dictionary of Greek
γυρισμός — ο η επιστροφή, η επάνοδος (αντίθ. πηγεμός): Ο γυρισμός του έφερε αναστάτωση στην οικογένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)